- Σταυροφορίες
- Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος - 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και εξελίσσονται –κυρίως ύστερα από την εμπειρία των Σταυροφόρων για τις δυνατότητες που τους προσφέρει η Ανατολή– σε επιχειρήσεις στις οποίες ατονεί προοδευτικά ο θρησκευτικός σκοπός, ενώ παράλληλα επικρατούν στόχοι κοσμικού χαρακτήρα. Αποτελούν πάντως την πρώτη αντεπίθεση της δυτικής Ευρώπης εναντίον της μουσουλμανικής Ασίας.
Πολλά ήταν τα κίνητρα που προκάλεσαν τις Σ.: αναμφισβήτητα ο βασικός σκοπός εκείνων που τις οργάνωσαν (και ιδιαίτερα του πάπα Ουρβανού B’) ήταν η επιθυμία της απελευθέρωσης του Παναγίου Τάφου, που με την παρουσία των Σελτζούκων είχε γίνει σχεδόν απρόσιτος για τους προσκυνητές. Με την έννοια αυτή οι Σ. (το όνομα είναι μεταγενέστερο) αποτελούσαν πραγματικό «ιερό πόλεμο» (bellum Sacrum) εναντίον του Ισλάμ, όμοιο με εκείνους που, τέσσερις αιώνες πριν, είχαν εξαπολύσει οι χαλίφες εναντίον της χριστιανοσύνης: οργανώθηκαν πράγματι σαν ευσεβείς τάξεις που μπορούσαν να εξασφαλίσουν άφεση αμαρτιών και αιώνια σωτηρία. Εξεταζόμενες όμως ως ιστορικό φαινόμενο, οι Σ. εξυπηρέτησαν ορισμένες απαιτήσεις, κυρίως τις ανάγκες των ναυτικών δημοκρατιών της Βενετίας, της Γένουας και της Πίζας, για τις οποίες είχε εξαιρετική σημασία όχι μόνο να μείνουν ανοιχτοί και ασφαλείς οι κερδοφόροι εμπορικοί δρόμοι της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και στους παλιούς να προστεθούν νέοι ασφαλείς εμπορικοί λιμένες. Αποτελούσαν επίσης μια καλή ευκαιρία για την ευρωπαϊκή ιπποσύνη που είχε πληθύνει και δεν έβρισκε απασχόληση στη γηραιά μας ήπειρο· ήταν μια διέξοδος για τον υπερπληθυσμό από τον οποίο υπέφεραν πολλές χώρες και ενίσχυσαν τα όνειρα των κατακτήσεων και δόξας μερικών μεγάλων αρχόντων, στους οποίους δεν είχε πια τίποτε να προσφέρει η πατρίδα τους. Η ίδια η Καθολική Εκκλησία που μπορούσε να ελπίζει πως, με τη βοήθεια των Σταυροφόρων, θα μπορούσε να επιβάλει την υπεροχή της στην Ανατολική (Ορθόδοξη) Εκκλησία. Από πολλές απόψεις, τέλος, οι Σ. μπορεί να θεωρηθούν ως απόπειρα αποικισμού της Εγγύς Ανατολής από τη δυτική Ευρώπη. Αφού όμως εξαπολύθηκαν επί δύο συνεχείς αιώνες, απέτυχαν από έλλειψη κάθε οργανωτικού σχεδίου και από τις διαφωνίες μεταξύ των κύριων πρωταγωνιστών τους· έτσι οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι π.χ. την αντιζηλία μεταξύ Γενουατών και Βενετών, κατόρθωσαν αρκετά εύκολα να διώξουν και τους δύο από τις ζώνες επιρροής τους και επιπλέον να απλωθούν από τα μέσα του 14ου αι. σε όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο θρίαμβος του ισλαμισμού εναντίον της χριστιανοσύνης επισφραγίστηκε –στο στρατιωτικό πεδίο– με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1453).
Στο οικονομικό πεδίο όμως, οι Σ. συνέβαλαν ασφαλώς στη συσσώρευση κεφαλαίων στη δυτική Ευρώπη και στην ανάπτυξη του εμπορίου στη Μεσόγειο. Η ζήτηση αγαθών πολυτελείας, όπως τα μπαχαρικά, η ζάχαρη, τα κοσμήματα και τα αρώματα, αυξήθηκε σε εντυπωσιακό βαθμό: όλα αυτά βοήθησαν στην τελειοποίηση των νομισματικών και τραπεζιτικών συστημάτων.
θα πρέπει να τονιστεί πως η παρατεταμένη επαφή με τον περισσότερο εξελιγμένο και εκλεπτυσμένο πολιτισμό της Ανατολής συνέβαλε σημαντικά στην αναγέννηση της πνευματικής ζωής στη δυτική Ευρώπη.
Η ιδέα μιας συντονισμένης ενέργειας όλων των χριστιανικών χωρών της δυτικής Ευρώπης, που είχε ριφθεί τον 9o αι. από τον πάπα Γρηγόριο Z’, υποστηρίχτηκε επίμονα από τον Ουρβανό B’ στις συνόδους της Πλακεντίας και του Κλερμόν (1095), όπου ο πάπας κήρυξε την A’ Σ. (1096 - 1099), καλώντας σε συνεργασία όλη τη χριστιανοσύνη για τον πόλεμο εναντίον του Ισλάμ και για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Στην παπική πρόσκληση απάντησαν και πήραν το έμβλημα του πολέμου (ένα σταυρό από ύφασμα ραμμένο πάνω στα ρούχα τους) λαϊκές μάζες, που παρασύρθηκαν από τα κηρύγματα του Πέτρου της Αμιένης (του λεγόμενου Ερημίτη) και άλλων, και ιππότες και φεουδάρχες κινούμενοι από θρησκευτικό αίσθημα ή από τη δίψα κατακτήσεων, περιπε-
τειών και αρπαγών. Στην αρχή ξεκίνησαν ασύντακτες μάζες όχλου οδηγούμενες από τον Πέτρο της Αμιένης και το Βαλτέρο τον Ακτήμονα, που εξολοθρεύτηκαν μόλις αποβιβάστηκαν στην Ασία (Χερσέκ της Βιθυνίας, Οκτώβριος 1096). Ακολούθησε η τακτική εκστρατεία με επικεφαλής ένα λεγάτο του πάπα και πολλούς άρχοντες: το Γοδεφρίδο ντε Μπουγιόν, δούκα της Κάτω Λωραίνης, με τον αδελφό του Βαλδουίνο, τους Νορμανδούς της Ιταλίας Βοημούνδο και Ταγκρέδο της Αλταβίλλα, τους κόμητες Ραϋμόνδο της Τουλούζης και Ροβέρτο της Φλάνδρας και πολλούς άλλους, που έφτασαν από διαφορετικούς δρόμους στην Κωνσταντινούπολη (1097) και τους οποίους ο θορυβημένος από την άφιξή τους αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός έσπευσε να διεκπεραιώσει στη Μικρά Ασία, αφού ήρθε σε συμφωνία μαζί τους και τους ζήτησε να δηλώσουν υποτέλεια. Στη Μικρά Ασία απόσπασαν από τους Τούρκους τη Νίκαια, την Αντιόχεια και την Έδεσσα, ενώ οι Βυζαντινοί κατελάμβαναν για λογαριασμό τους τη Σμύρνη και την Έφεσο, έφτασαν κοντά στην Ιερουσαλήμ, την οποία πριν λίγους μήνες είχαν πάρει από τους Τούρκους οι Αιγύπτιοι, και έπειτα από πολιορκία ενός μηνός την κατέλαβαν με σκληρή μάχη (15 Ιουλίου 1099)· εκεί ο Γοδεφρίδος ντε Μπουγιόν πήρε τον τίτλο του Προστάτη του Παναγίου Τάφου. Οι περισσότεροι από τους Σταυροφόρους ξαναγύρισαν αμέσως στις πατρίδες τους, αφήνοντας αφρούρητες τις χώρες που κατέλαβαν· νέες δυνάμεις που έρχονταν από την Ευρώπη, εμποδίστηκαν και σφάγηκαν από τους Τούρκους (1100 - 1101). Μετά το θάνατο του Γοδεφρίδου, ο αδελφός του Βαλδουίνος πήρε τον τίτλο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ και βασίλευσε γενναία από το 1100 ως το 1118, επεκτείνοντας το βασίλειο του και δίνοντας του φεουδαρχική οργάνωση. Φέουδα του βασιλείου ήταν τα πριγκιπάτα της Αντιόχειας και της Τιβεριάδος (των Αλταβίλλα), οι κομητείες της Έδεσσας και της Τρίπολης, η μαρκιωνία της Τύρου. Για την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων ιδρύθηκαν τα μοναχικά - ιπποτικά τάγματα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη και των Ναϊτών· σε όλες τις απελευθερωμένες χώρες εξασφάλισαν μεγάλα εμπορικά προνόμια οι ναυτικές δημοκρατίες της Βενετίας, Γένουας και Πίζας.
Η ανάκτηση από τους Τούρκους της Έδεσσας και μεγάλου μέρους της Αρμενίας (1144 -1146) προκάλεσε τη B’ Σ. την οποία κήρυξε ο Ευγένιος Γ’ και προπαγάνδισε ο Άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβώ· σ’ αυτήν πήραν μέρος, εκτός από τους άρχοντες, δυο βασιλιάδες, ο Κορράδος Γ’ της Γερμανίας και ο Λουδοβίκος Z’ της Γαλλίας: οι στρατοί και των δύο διέσχισαν τα Βαλκάνια και λεηλάτησαν τις βυζαντινές επαρχίες. Ο Μανουήλ Κομνηνός, όπως ο Αλέξιος στην A’ Σ. έσπευσε να τους μεταφέρει το ταχύτερο στη Μικρά Ασία, αλλά και οι δύο νικήθηκαν, ο ένας κοντά στο Δορύλαιο και ο άλλος κοντά στην Αττάλεια. Αφού ενώθηκαν στην Ιερουσαλήμ, κινήθηκαν μαζί προς τη Δαμασκό, αλλά χωρίς καμιά επιτυχία. Αφού η επιχείρηση απέτυχε και οι Σταυροφόροι έφυγαν, οι Τούρκοι ξαναπήραν μέρος του πριγκιπάτου της Αντιόχειας· κατά το δεύτερο μισό του αιώνα εξαπολύθηκε από την Αίγυπτο, με αρχηγό το Σαλαδίνο, μια μεγάλη επίθεση, που κατάληξε στη συντριβή του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γουίδου του Λουζινιάν (μάχη του Χατίν, 1187) στην κατάκτηση από το Σαλαδίνο όλου του βασιλείου, μαζί με την Αγία Πόλη (10 Ιουλίου 1187)· στους χριστιανούς έμειναν μόνο η Τύρος, η Τρίπολις και η Αντιόχεια.
Ενώ ο νικημένος βασιλιάς προσπαθούσε να ανακτήσει την Άκρα, ξεκινούσε από τη δυτική Ευρώπη η Γ’ Σ. (1189 - 1192) με το Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα και τους βασιλιάδες Φίλιππο Αύγουστο της Γαλλίας και Ριχάρδο Λεοντόκαρδο της Αγγλίας. Ο Μπαρμπαρόσα, που έφτασε πρώτος στην Ασία από την ξηρά, νίκησε τους Τούρκους στο Ικόνιο και ενώ βάδιζε προς την Ιερουσαλήμ πνίγηκε στον ποταμό Καλύκανδο (Σέλεφ) της Κιλικίας (1190). Οι άλλοι δυο βασιλιάδες έφτασαν από τη θάλασσα, χωριστά εμποδιζόμενοι από τους Βυζαντινούς (από τους οποίους ο Ριχάρδος πήρε την Κύπρο)· αφού ενώθηκαν έξω από την Άκρα, την κατέλαβαν (1191). Μετά την αναχώρηση του Φιλίππου, ο Ριχάρδος νίκησε το Σαλαδίνο κοντά στη Γιάφα, μη μπορώντας όμως να προχωρήσει προς την Ιερουσαλήμ, έκανε έντιμη συμφωνία με τον ίδιο το Σαλαδίνο, ο οποίος υποσχέθηκε να παραχωρήσει μεγάλες ελευθερίες στους χριστιανούς στις χώρες του, που εκτείνονταν από το Νείλο ως τον Ευφράτη. Στους χριστιανούς έμεινεμόνο η ακτή από την Τύρο ως τη Γιάφα (Ιώπη) που, μαζί με την Κύπρο, αποτελούσαν εκείνο που εξακολουθούσε να ονομάζεται βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Η Δ’ Σταυροφορία (1202 - 1204), την οποία κήρυξε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ για την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ, αποκαλύπτει με τον πιο χτυπητό τρόπο την απομάκρυνση των επιχειρήσεων από τον αρχικό στόχο. Η Βενετία πρωτοστατεί στην καθαρά πολιτική κατεύθυνση που παίρνει η επιχείρηση, ζητώντας για τη μεταφορά του στρατού των Σταυροφόρων με πλοία της στην Ανατολή, στρατιωτική βοήθεια για την κατάληψη της Ζάρας και επιμένοντας να γίνει δεκτή από τους Σταυροφόρους η πρόταση του Αλέξιου - γιου του εκθρονισμένου Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου B’ Άγγελου - να ενισχύσει τους Σταυροφόρους με στρατό και χρήματα, αν οι τελευταίοι βοηθήσουν να εκθρονιστεί ο σφετεριστής του θρόνου, θείος του, Αλέξιος Γ’. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και η κατάλυση της αυτοκρατορίας που - εκτός από ορισμένα τμήματα που μένουν ελληνικά - τεμαχίζεται και διανέμεται σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα στους διάφορους Σταυροφόρους ηγεμόνες, είναι θανάσιμο πλήγμα από το οποίο η αυτοκρατορία και μετά την ανακατάληψη της από το Μιχαήλ Παλαιολόγου δε θα συνέλθει.
Στην E’ Σ. (1217 - 1221), που κήρυξε ο Ονώριος Γ’, επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία, η ανάκτηση της Άκρας, καταλήφθηκε όμως η Δαμιέτη 1219)· ο σουλτάνος Μάλικ αλ - Κάμιλ, για να την ανακτήσει, πρόσφερε σε αντάλλαγμα την Ιερουσαλήμ, αλλά οι Σταυροφόροι αρνήθηκαν και προχώρησαν προς το Κάιρο. Κατά τη διάρκεια όμως της προέλασης τους ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Λίγο αργότερα ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος B’, γαμπρός του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ιωάννη Βριέννιου, ύστερα από πιεστική επιμονή του Γρηγορίου θ’ (που όταν αρνήθηκε να φύγει τον αφόρισε) έφυγε για τη ΣΤ Σ. (1228 -1229), η οποία κατάληξε σε μια φιλική συνθήκη με το σουλτάνο Μάλικ αλ - Κάμιλ που υπογράφηκε στην Άκρα· απειλούμενος από τους Μογγόλους, ο σουλτάνος παραχώρησε στο Φρειδερίκο B’ την Ιερουσαλήμ, τη Βηθλεέμ, τη Ναζαρέτ και μια διέξοδο στη θάλασσα και εγγυήθηκε το σεβασμό των χριστιανών. Ο Φρειδερίκος B’ στέφτηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ στο ναό του Παναγίου Τάφου, μόλις όμως έφυγε, οι χριστιανοί άρχοντες επαναστάτησαν και δεν αναγνώρισαν την κυριαρχία του (υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ήταν αφορεσμένος).
Μια νέα εκστρατεία, που οργανώθηκε κι αυτή από το Γρηγόριο θ’, είχε ως πρωταγωνιστή τον Τιβάλδο της Ναβάρρας και άλλους Γάλλους ηγεμόνες· επωφελούμενοι από την αναρχία και τις διαμάχες μεταξύ των κληρονόμων του Σαλαδίνου, οι Σταυροφόροι ανακατέλαβαν για μερικά χρόνια την Ασκαλώνα και τη Γαλιλαία· η Ιερουσαλήμ, που ξανάπεσε στα χέρια των Τούρκων Χοβαρεσμί το 1244, δεν ανακτήθηκε πια. Η Z’ και η H’ Σ. έγιναν από το Λουδοβίκο θ’ τον Άγιο, βασιλιά της Γαλλίας, η μία στην Αίγυπτο και στη Συρία (1248 - 1254)
Ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές των Σταυροφοριών: ο Γοδεφρίδος ντε Μπουγιόν. (Φλωρεντία, Πινακοθήκη Ουφίτσι) και η άλλη στην Τυνησία (1270), όπου και πέθανε ο βασιλιάς, χωρίς αποτέλεσμα. Τα τελευταία υπολείμματα των κρατών των Σταυροφόρων στην Ασία καταλήφθηκαν από τους Τούρκους (Μαμελούκους) τα τελευταία χρόνια του 13ου αι.· η τελευταία που έπεσε με πολεμική ενέργεια ήταν η Άκρα (Μάιος 1291)· η Τύρος, η Σιδών, η Βηρυτός, η Τορτόσα παραδόθηκαν αμέσως μετά. Έμειναν διασκορπισμένες οι εμπορικές αποικίες των Βενετών και των Γενουατών, που επρόκειτο να πέσουν κι αυτές σιγά-σιγά στα χέρια των Τούρκων.
Οι Σ. χαρακτηρίζονται γενικά για τον πολύπλευρο χαρακτήρα τους. Κράμα από θρησκευτικά και, κυρίως πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά κίνητρα, είχαν επιπτώσεις τεράστιας σημασίας για τη δυτική Ευρώπη και πρέπει να ιδωθούν ως η απαρχή μιας καινούργιας οικονομικοκοινωνικής και πνευματικής ζωής για τη Δύση. Αντίθετα, είχαν καταλυτικές συνέπειες για την ανατολική αυτοκρατορία. Ειδικά η Δ’ Σ. με την προσωρινή κατάλυση της αυτοκρατορίας και τη διάσπαση της, που συνεχίζεται και μετά τη μερική της ανακατάληψη από τους Βυζαντινούς, έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία των προϋποθέσεων της τουρκικής κατάκτησης.
Ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές των Σταυροφοριών: ο Γοδεφρίδος ντε Μπουγιόν (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία).
Πρωταγωνιστική μορφή των Σταυροφοριών υπήρξε ο Σαλαδινός, που ανέκτησε το 1187 την Ιερουσαλήμ (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία).
Μικρογραφία που εικονίζει τους σταθμούς της Ζ’ και της Η’ Σταυροφορίας (Αίγυπτος, Συρία, Τυνησία).
Η πολιορκία και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1204), το σημαντικότερο γεγονός της τέταρτης Σταυροφορίας, όπως εικονίζεται σε μικρογραφία από έναν κώδικα του Φίλιππου του Καλού.
Ερείπια από το κάστρο του 11ου αι., κατάλοιπο των Σταυροφόρων στον νότιο Λίβανο (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.